Η CURRENT Athens είναι μία πλατφόρμα μη ιεραρχικής προώθησης της σύγχρονης τέχνης.
SOMEONE ELSE’S NOSTALGIA
curated by Sophia Makrigiorgou
“Θα ‘λεγε κανείς ότι επιστρέφω σπίτι μου, αλλά σπίτι μου δεν είναι. Ίσως γιατί δεν υπάρχει σπίτι μου. Ή ακριβέστερα γιατί νιώθω πιο πολύ στο σπίτι μου, κάπου που είναι σαν στο σπίτι μου, όταν δεν είμαι σπίτι μου. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;”
Barbara Cassin, Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;
Η πατρίδα μας είναι η γλώσσα, ισχυρίζεται η Κασσέν. Στην περίπτωση της τέχνης, και ειδικά των εικαστικών τεχνών, πατρίδα είναι η εικαστική γλώσσα. Όπως κι αν εκφράζεται ο καλλιτέχνης, με τη δική του «γλώσσα», το δικό του καλλιτεχνικό ιδίωμα, δεν αποκλείεται να κρύβει κάποια νοσταλγία για έναν τρόπο έκφρασης – μια «γλώσσα» που κατείχε στο παρελθόν και προσπαθεί να αναβιώσει το συναίσθημα αυτό εσωτερικά και σε επαφή με όλους εκείνους με τους οποίους το φέρνει σε επαφή. Την ίδια στιγμή μπορεί το έργο του να εκφράζει μια αγωνία να κατακτήσει μια άλλη, νέα γλώσσα έκφρασης, που θέλει πηγαία και αγωνιωδιώς εσωτερικά να προσεγγίσει, να πλησιάσει, να χτίσει ή να κατακτήσει.
Ο ομηρικός Οδυσσέας διηγείται στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαιάκων, τον νόστο του. Στους πρώτους κιόλας στίχους της Οδύσσειας [α 58-59], είναι «βυθισμένος στον καημό του, να δει καπνό της πατρικής του γης ψηλά να ανηφορίζει» [μτφ Δ.Ν. Μαρωνίτη]. Θα το δούμε και στα Άσματα θλιβερά [Tristia] του Οβίδιου όταν περιγράφεται η νοσταλγία που νιώθει για το σπίτι και τη Ρώμη που έχασε, χωρίς να διαθέτει κι αυτός την κατάλληλη λέξη. Διότι στη «νοσταλγία» δένονται μεν δύο ελληνικές λέξεις, λέξεις ομηρικές (ο νόστος και το άλγος).
Η λέξη αυτή, ωστόσο, δεν υπήρχε στα ελληνικά, ούτε σε καμιά γλώσσα. Tην κατασκεύασε το 1688 ο 20χρονος αλσατός γιατρός Jean ή Johann Hofer (1669-1752) –Ζαν Οφέρ ή Γιόχαν Χόφερ– από τη γαλλική Μυλούζ, συγγράφοντας στα λατινικά μια ολιγοσέλιδη, προπαρασκευαστική της διατριβής του, μελέτη με τίτλο «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ oder Heimwehe» – όπου η πρώτη λέξη είναι έτσι γραμμένη στα ελληνικά, ενώ η η δεύτερη σήμαινε στον τρέχοντα τότε λόγο των Ελβετών το «παράπονο που σε πιάνει όταν χάνεις τη γενέθλια γη σου», κάτι που οι Γάλλοι ονόμαζαν la maladie du pays (αρρώστια του τόπου). Περιέγραφε δηλαδή με το όνομα νοσταλγία μια «νέα αρρώστια» την οποία είχε «εντοπίσει» σε νεαρά άτομα που βρίσκονταν μακριά από τον τόπο τους για δουλειά ή σπουδές. Παρόλα αυτά, όπως λίαν προσφυώς σημειώνει η καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ Σβετλάνα Μπόυμ, η λέξη νοσταλγία θα είναι πάντα μια «νοσταλγικά ελληνική λέξη».
Παρά τις νέες, καινοφανείς νοσταλγίες, όπως την nostalgerie του Ντεριντά, την Ostalgie, τη νοσταλγική παρουσίαση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης που κατέρρευσαν, την solastalgie που θέλει να αποδώσει τη θλίψη για τις καταστροφικές οικολογικές αλλαγές στον πλανήτη, η λέξη νοσταλγία θα περάσει εύκολα, αντίθετα προς άλλους επιστημονικούς όρους, στην καθημερινό λόγο των ανθρώπων κάθε γλώσσας, για να μιλήσει για την εξορία και τη μετανάστευση, αλλά και την ανέφικτη παλινόστηση και τα αγαθά της περιπλάνησης, μέσα από το παράδειγμα του Οδυσσέα που θα «τραγουδήσουν» ο Δάντε, ο Τέννυσον κι ο Καβάφης [Θανάσης Καράβατος, Έχει και η Νοσταλγία την ιστορία της, Συνάψεις, 2013].
Σύγχρονοι καλλιτέχνες, και πιο συγκεκριμένα οι:
Ευγενία Αποστόλου, Σπύρος Βασιλάς, Νίκος Καναρέλης, Νικομάχη Καρακωστάνογλου, Γιώργος Κόντης, Χρίστος Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ηλίας Παπαηλιάκης, Φωτεινή Πούλια, Δέσποινα Στόκου, Γιώργος Τσεριώνης, Πάνος Φαμέλης, Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, Μανταλίνα Ψωμά,, Alexander Aitken &Peter Shevchenko, επιχειρούν με άλλα μέσα προσεγγίσεις της νοσταλγίας. Με εκείνη την αξιοθαύμαστη προθυμία και αμεσότητα που χαρακτηρίζει τα παιδιά, στα οποία η επιθυμία, η απόφαση και η δράση συμπυκνώνονται σε μια και μόνο ικανότητα, που τα διακρίνει από τους εκφυλισμένους ενηλίκους, μιλούν με τα έργα τους: εκείνα γίνονται το παιχνίδι τους στο μεγάλο δράμα της ζωής, ο δρόμος προς ή από τις αποχρώσεις της νοσταλγίας, ακόμη κι εκείνης για όσα δεν έχουμε ακόμη ζήσει, αλλά θα τα ζήσουμε μέσα από τα έργα τους. Σ’ εκείνα παίρνει μορφή η πιο επινοητική φαντασία, η σύνταξη κόσμων που υπάρχουν μετέωροι ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στη νοσταλγία και την πιο σθεναρή διεκδίκηση της ζωής.